Ο ΑΓΙΟΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ Ο ΕΚ ΣΙΔΗΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ
- Λεπτομέρειες
- 01 Αυγούστου 2010
- Ιερά Μητρόπολις Πισιδίας
Κατήγετο ἀπό τήν Σίδη καί ἦταν Ἐπίσκοπος κατά τούς χρόνους τοῦ πρώτου χριστιανοῦ βασιλέως Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου. Διεκρίνετο γιά τή σοφία του καί γιά τούς ἀγῶνες του ἐναντίον τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρείου. Ἀρχικά τό 320 ἔγινε Ἐπίσκοπος τῆς Βεροίας τῆς Συρίας καί τό 324 καταστάθηκε Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Ἀντιοχείας τῆς Μεγάλης. Μέ τή θεολογική του κατάρτιση διεδραμάτισε σπουδαῖο ρόλο στή Σύνοδο τῆς Ἀντιοχείας τοῦ 324, καθώς καί στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Νικαίας τό 325, τῆς ὁποίας διετέλεσε πρόεδρος. Μετά τή Σύνοδο ἀποδύθηκε σέ ἔντονες προσπάθειες νά τηρηθοῦν οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου στίς κατά τόπους Ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολῆς καί Παλαιστίνης. Ἐκείνη τήν περίοδο ἔγραψε ἀρκετές θεολογικές πραγματεῖες, μέ τίς ὁποῖες ἀνέτρεψε τίς θέσεις τῶν ὀπαδῶν τοῦ Ἀρειανισμοῦ καί ἔτσι δημιουργήθηκε ἰσχυρή ἀντιπαράταξη ἐναντίον του, μέ ἀποτέλεσμα ὄχι μόνο νά καθαιρεθεῖ ἀπό ψευδοσύνοδο τῆς ἀρειανικῆς μερίδος, ἀλλά καί νά ἐξορισθεῖ τό ἔτος 330 στήν Θράκη, ὅπου καί ἀναπαύθηκε ἐν Κυρίῳ πρό τοῦ 337.
Μετά ἑκατόν σαράντα χρόνια, τό 477, ἐπί αὐτοκράτορος τοῦ Βυζαντίου Ζήνωνος, ἀνακομίσθηκε τό ἱερό του λείψανο καί μεταφέρθηκε μέ ἐκκλησιαστική πομπή στήν Ἀντιόχεια, ὅπου ὁ λαός πολλά χιλιόμετρα ἔξω τῆς πόλης ξεχύθηκε νά ὑποδεχθεῖ τόν Ὁμολογητή τῆς πίστεως Ποιμενάρχην μέ θυμιάματα, λαμπάδες καί ὕμνους.
Τόν Ἅγιον Εὐστάθιο τόν ἐγκωμίασε καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὡς Ἱεροκήρυκας Ἀντιοχείας, ὁ δέ Μιχαήλ ὁ Σύγκελλος ἀποκαλεῖ αὐτόν ἐκ τῶν κορυφαίων τῆς Α΄ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Εἶναι σημαντικόν τό ὅτι ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος χρησιμοποίησε στά συγγράμματά του τόν ὅρον Θεοτόκος, γιά τήν Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου, ἑκατό χρόνια πρίν ἀπό τήν Γ΄ ἐν Ἐφέσῳ Οἰκουμενική Σύνοδον (431), πού καθιέρωσε ὡς δόγμα πίστεως τόν ὅρον αὐτόν.
Ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ ὡς Ὁμολογητήν τῆς πίστεως τόν Ἅγιον Εὐστάθιον Ἀρχιεπίσκοπον Ἀντιοχείας τήν 21η Φεβρουαρίου.
ΑΓΙΟΥ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ**
Ἦχος γ΄ Θείας πίστεως.
Θείας ἔμπλεως σοφίας πέλων, ὁμοούσιον Πατρί τόν Λόγον, ἐν τῇ Συνόδῳ τῇ Πρώτῃ ἐκήρυξας· καί διωγμοῖς ὁμιλήσας καί θλίψεσι, δόξης ἀρρήτου μετέσχες Εὐστάθιε. Πάτερ Ὅσιε, Χριστόν τόν Θεόν ἱκέτευε, δωρήσασθε ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.
ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ*
Ἦχος πλ. δ΄ Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Ὡς ἐκκαθάρας σεαυτόν ἐνθέοις πράξεσι Ἀρχιερέων ἀνεδείχθης θεῖον ἄγαλμα θεωρίᾳ καί ἀμέπτῳ ἐμπρέπων βίῳ. Ἀλλ᾿ὡς στῦλος Ἐκκλησίας καί ἑδραίωμα πειρασμῶν στερρῶς ὑπέμεινας τήν ἔφοδον. Ὅθεν κράζομεν, χαίροις Πάτερ Εὐστάθιε.
ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ*
Τόν Υἱόν ὁμότιμον τῷ Πατρί, Πάτερ δογματίζων, καί τῷ Πνεύματι συμφυῆ, τῆς ὁμολογίας, τόν στέφανον ἐδέξω, Εὐστάθιε ποικίλαις παλαίσας θλίψεσι.