Ο εκκλησιασμός και η ευλάβεια των Ατταλειωτών
- Λεπτομέρειες
- 01 Αυγούστου 2010
- Ιερά Μητρόπολις Πισιδίας
Οἱ Ἀτταλειῶτες ἦταν τουρκόφωνοι. Στίς ἐκκλησίες οἱ θεῖες Λειτουργίες, τά Ἱερά Μυστήρια καί ὅλες οἱ Ἱερές Ἀκολουθίες γίνονταν στά ἑλληνικά. Ἀπαγορευόταν διά Νόμου ἡ χρήση τῆς τουρκικῆς μέσα στό ναό. Ἐνῶ ὅμως οἱ Ἕλληνες χριστιανοί δέν καταλάβαιναν τή γλῶσσα, ἐκκλησιάζονταν πολύ τακτικά. Πήγαιναν πάντα καλοντυμένοι οἰκογενειακῶς, ἄνδρες, γυναῖκες καί παιδιά.
Ὅταν μεταλάβαιναν πήγαιναν στήν ἐκκλησία καθαροί, πλυμένοι, φορώντας καθαρά ροῦχα μέσα καί ἔξω. Προτοῦ πᾶνε γιά τή θεία Μετάληψη οἱ νεώτεροι φιλοῦσαν τό χέρι τῶν μεγάλων καί αὐτοί τούς ἀσπάζονταν στό πρόσωπο. Μεταλάβαιναν μέ εὐλάβεια καί ὅλη ἐκείνη τήν ἡμέρα δέν ἔφτυναν στό ἔδαφος, ἀλλά στή φωτιά ἤ σέ ἀπάτητο σημεῖο.
Ὅταν ἔπαιρναν τό ἀντίδωρο, μετά τίς Θεῖες Λειτουργίες, φρόντιζαν νά μή πέσει κάτω καί τό παραμικρό ψίχουλο.
Κάθε πρωτομηνιά, γιά νά πάει καλά ὁ μήνας, καλοῦσαν τόν ἱερέα στό σπίτι νά κάνει Ἁγιασμό. Πάντοτε πρίν καί μετά τό φαγητό ἔκαναν τόν σταυρό τους καί ἔλεγαν δυό λόγια προσευχῆς.
Τό οἰκογενειακό εἰκονοστάσι δέν ἔλειπε ἀπό κανένα χριστιανικό σπίτι. Ἦταν σωστό παρεκκλήσι, στεκόταν σ΄ἕνα ψηλό σημεῖο στήν κρεβατοκάμαρα τῶν
νοικοκυραίων. Μέσα σ΄αὐτό βρίσκονταν πολλές εἰκόνες, παληές κι ἀπό τήν βυζαντινή ἀκόμα ἐποχή. Οἱ πρῶτοι Ἅγιοι, πού ἀντιπροσωπεύονταν στίς εἰκόνες αὐτές, ἦταν αὐτοί τῶν ὁποίων τά ὀνόματα ἔφερναν οἱ νοικοκύρηδες τοῦ σπιτιοῦ. Σειρά μετά εἶχαν οἱ Ἅγιοι πού τά ὀνόματά τους εἶχαν πάρει τά παιδιά τοῦ σπιτιοῦ. Μπροστά τους ἔκαιγε τό καντήλι ὅλο τό εἰκοσιτετράωρο, μέρα καί νύχτα. Τό σπιτικό θυμιατήρι εἶχε κι αὐτό τή θέση του ἐκεῖ, ποτέ δέν ἔλειπε.
Εἰκόνες καί θυμιατό (βυζαντινό ἀσημένιο). Βρίσκονται στό Ἐθνικό Μουσεῖο Ἀττάλειας.
Κάθε μέρα, πρωΐ καί βράδυ, ὅλη ἡ οἰκογένεια μαζεύονταν κι΄ἔκαναν τήν προσευχή τους μπροστά σέ κείνη τήν «μικρή ἐκκλησία». Τή Μεγάλη Σαρακοστή προσευχόμαστε γονατιστοί καί κάναμε «μετάνοιες», καθώς διαβάζαμε τό «Τῇ Ὑπερμάχῳ ...» καί τό «Κύριε τῶν Δυνάμεων ...». Τίς ἄλλες μέρες, ἡ προσευχή μας ἄρχιζε μέ τό «Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός ...», τό «Ἅγιος ὁ Θεός ...», «Παναγία Τριάς ... καί τό «Πάτερ ἡμῶν ...». Τελειώναμε μέ τό «δι΄ εὐχῶν ...» καί τίς ἰδιαίτερες Παρακλήσεις τοῦ προσευχομένου, ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες του.
Οἱ εἰκόνες θυμιατίζονταν κάθε μέρα ἀπό τή νοικοκυρά τοῦ σπιτιοῦ ἤ τή γιαγιά. Μετά τό λιβανισμό στίς εἰκόνες, λιβάνιζε καί ὅλο τό σπίτι εἴτε μέ μοσχολίβανο εἴτε μέ βάγια, πού διατηροῦσαν στό σπίτι ἀπό τήν Κυριακή τῶν Βαΐων ἤ καί μέ βασιλικό, πού εἶχαν κρατήσει ἀπό τή μέρα τῆς Ὕψωσης τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.
Καθένας Ἀτταλειώτης, ὅταν περνοῦσε μπροστά ἀπό Ἐκκλησία, δέν παρέλειπε νά κάνει τό σταυρό του. Τά παιδιά, ὅταν ἔβλεπαν παπά στό δρόμο περαστικό, ἔτρεχαν καί τοῦ φιλοῦσαν το χέρι.
Τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, τήν εἶχαν σέ ἰδιαίτερη τιμή. Ἔλεγαν μάλιστα : Ὅποιος δέν πάει σήμερα στήν ἐκκλησία θά εἶναι «ὄρτονταν ὄξω», δηλαδή θά τόν διώξουμε ἀπό τήν Ὀρθοδοξία.
Αὐτά καί ἄλλα παρόμοια θυμᾶται ἀπό τά ἐφηβικά του χρόνια, πού ἔζησε στήν Ἀττάλεια καί ἔφυγε πρόσφυγας σέ ἡλικία 17 ἐτῶν γιά τήν Ἑλλάδα, ὁ Γιῶργος Παντελῆ Πεχλιβανίδης, καί τά γράφει στό δίτομο Λεύκωμά του ΑΤΤΑΛΕΙΑ ΚΑΙ ΑΤΤΑΛΕΙΩΤΕΣ.
Αὐτά ἴσχυαν ὄχι μόνον στήν Ἀττάλεια ἀλλά καί στίς ἄλλες περιοχές τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί τῆς Ἑλλάδος, ὅπως θά θυμοῦνται οἱ παλαιότεροι.
Αὐτές οἱ ἐκδηλώσεις εὐλαβείας ἀσφαλῶς εἶχαν τίς ρίζες τους στά πρῶτα χρόνια τοῦ χριστιανισμοῦ. Ἔτσι ἀναδείχθηκαν οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας καί στά παλαιότερα χρόνια, ὅπως οἱ Ἅγιοι Ἕσπερος, ἡ συμβία του Ζωή, τά τέκνα τους Κυριακός καί Θεόδουλος καί στούς νεώτερους αἰῶνες, ὅπως οἱ δύο Νεομάρτυρες, Ἅγιοι Ἀθανάσιος καί Γεώργιος.