Η ΑΔΙΚΙΑ
- Λεπτομέρειες
- 01 Σεπτεμβρίου 2014
- Ιερά Μητρόπολις Πισιδίας
ΕΡΩΤΗΣΗ : Όταν με αδικούν αναστατώνομαι, θλίβομαι και δέν έχω όρεξη να κάνω τίποτε. Πώς μπορώ να αντιμετωπίζω αυτές τίς καταστάσεις πιό ψύχραιμα, ώστε να μη χάνω την ειρήνη της ψυχής μου;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Ο Κύριος και Θεός μας με σαφήνεια μας προειδοποίησε: "Εν τω κόσμω θλίψιν έξετε" (Ιωάν. 16,33)· και ο Μαθητής Του Ιωάννης γράφει: "ο κόσμος όλος εν τω πονηρώ κείται" (Α' Ιωάν. 5,19). Εφόσον ζούμε μέσα σε έναν τέτοιον κόσμο, φυσικό είναι να αντιμετωπίζουμε, μεταξύ άλλων θλιβερών, και αδικίες εκ μέρους συνανθρώπων μας, που ο καθένας επιδιώκει το προσωπικό του συμφέρον. Και αυτό συμβαίνει όχι μόνον μεταξύ αγνώστων, αλλά και συγγενών και φίλων. Πόσα αδέλφια έχουν παράπονα μεταξύ τους, γιατί ο καθένας θεωρεί ότι αδικήθηκε από τόν άλλον! Ακόμη και παιδιά έχουν το παράπονο ότι αδικήθηκαν από τούς γονείς τους! ( Εμείς άραγε δέν έχουμε ποτέ στη ζωή μας αδικήσει κανέναν;)
Αφού, λοιπόν, είναι δεδομένο το ότι θα δεχόμαστε στη ζωή μας αδικίες -μικρές ή μεγάλες- ας μελετήσουμε με τι τρόπο μας συμφέρει να τίς αντιμετωπίζουμε;
Πρίν απ´ όλα να δούμε τί είναι η αδικία. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αδικία είναι η πράξη που αντιβαίνει τήν αίσθηση που έχει ο ομιλητής περί δικαίου. Είναι πράξη που επιβαρύνει κάποιον περισσότερο ή ευνοεί άλλον λιγότερο, συγκριτικά με κάποιον άλλον και έτσι παραβιάζεται η ισότητα. Καθώς όμως, κάθε άνθρωπος έχει συνήθως μεγάλη ιδέα γιά τόν εαυτό του, είναι δυνατόν να είναι υποκειμενική η κρίση, ότι αδικήθηκε. Μπορεί και να μη συμβαίνει αυτό! Γι αυτό είναι συνετό, μόλις κάποιος ενοχληθεί από τήν αίσθηση της αδικίας, πρίν αναστατωθεί και αρχίσει να στενοχωρείται και να διαμαρτύρεται, να ζητήσει εξηγήσεις από το πρόσωπο που θεωρεί ότι τόν αδίκησε. Μία τέτοια εξήγηση, που θα ζητηθεί με ευγένεια, είναι δυνατόν να αποκαταστήσει το δίκαιο και να επαναφέρει την ειρήνη.
Αν παρά ταύτα ό άλλος έκρινε ότι ενήργησε δίκαια και ο θιγόμενος δέν θα έπρεπε να διαμαρτύρεται, τί πρέπει να γίνει; Ο θεόπνευστος Απόστολος Παύλος απανταντά με το πνεύμα τών λόγων του Κυρίου: Αποφύγετε τα κοσμικά δικαστήρια.
Ζητείστε την μεσολάβηση κατάλληλου πνευματικού ανθρώπου να διευθετήσει το πρόβλημα. Άν ο άλλος επιμένει στήν άδικη ενέργειά του είναι προτιμότερον να υπομείνετε τήν αδικία. Ερωτά ο Απ. Παύλος: "Γιατι δέν προτιμάτε να είστε οι αδικημένοι; Γιατί δέν προτιμάτε να ζημιώνεστε;" ( Α' Κορ. 6,7). Είναι γραμμένο ότι "Δίκαιος Κύριος και δικαιοσύνας ηγάπησεν" ( Ψαλμ. 10 <11> ,7)· και ότι ο Θεός αναλαμβάνει τήν προστασία του αδικουμένου· "Εγώ ανταποδώσω, λέγει Κύριος" (Ρωμ.12,19). Όταν λοιπόν ο χριστιανός, που πιστεύει ακράδαντα στόν Δίκαιο Θεόν, έχει αυτή τη διαβεβαίωση, ότι αναλαμβάνει υπερασπιστής του ο Ίδιος ο Θεός, δέν θα είναι "κουταμάρα" του να αρνηθεί τήν προστασία του Πάνσοφου και Δικαιοκρίτου Θεού και να αναλάβει ο ίδιος να βρεί το δίκηο του ή -για σοβαρές υποθέσεις- να εμπιστευθεί τήν υπεράσπισή του σε ανθρώπους (νομικούς κλπ.) οι οποίοι και υλικά συμφέροντα έχουν, για να αναλάβουν τήν υπεράσπισή του, αλλά και λαθεμένες ενέργειες, σάν άνθρωποι, μπορεί να κάνουν; Και κατά το διάστημα που θα διεξάγονται οι δικαστικοί αγώνες ( και μάλιστα με αβέβαιη εξέλιξη ίσως και μετά από πολλά χρόνια) σε τι ψυχολογική κατάσταση θα ζει ο θεωρούμενος αδικημένος! Άγχος, αγωνία, αισθήματα έχθρας εναντίον του αντιδίκου του, αϋπνίες, διαταραχές της υγείας, πέραν από τα έξοδα γιά δικαστικές δαπάνες.
Απ´ όλα αυτά απαλλάσσεται ο πιστός χριστιανός αν θελήσει να αναθέσει τήν υπόθεσή του στα χέρια του Θεού και ο ίδιος να συγχωρήσει από τήν καρδιά του αυτόν που τόν αδίκησε. Έτσι όχι μόνον ο ίδιος θα ειρηνεύσει αλλά και από τόν Θεό θα βραβευτεί και θα αμειφθεί πλούσια στόν ουρανό, οπωσδήποτε, αλλά κι εδώ στη γη, με τρόπους που η Πανσοφία Του εφευρίσκει.-