ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΔΙΚΑΙΟΙ ΥΠΟΦΕΡΟΥΝ ;
- Λεπτομέρειες
- 24 Σεπτεμβρίου 2012
- Ιερά Μητρόπολις Πισιδίας
ΕΡΩΤΗΣΗ : Γιατί εὐσεβεῖς ἄνθρωποι πού ζοῦν μέ εὐλάβεια πρός τόν Θεόν βασανίζονται μέ ἄσχημες ἀρρώστιες καί πεθαίνουν μέ πόνους ὅπως καί οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι ;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Ἐάν ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου τελείωνε ἐδῶ στήν γῆ, θά ἦταν ἄδικο οἱ εὐσεβεῖς καί δίκαιοι ἄνθρωποι νά βασανίζονται καί νά πεθαίνουν ὅπως καί οἱ ἀσεβεῖς καί ἄδικοι. Ὅμως βασικό δόγμα τῆς πίστεώς μας εἶναι ὅτι, ἡ ἐδῶ ζωή εἶναι ἕνα στάδιο σύντομο καί προσωρινό καί ἡ πραγματική ζωή εἶναι ἡ αἰώνια, στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅπου δέν ὑπάρχει πόνος, λύπη, ἀλλά συνεχής χαρά καί εὐφροσύνη μαζί μέ τό Χριστό. Γεμάτα εἶναι τά ἱερά Εὐαγγέλια καί ἡ Ἁγία Γραφή μέ τήν ἀλήθεια αὐτή. Χαρακτηριστικά εἶναι τά λόγια τοῦ Κυρίου πρός τούς δικαίους καί εὐσεβεῖς κατά τήν ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας Του: «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός Μου κληρονομήσατε τήν ἡτοιμασμένην ὑμῖν Βασιλείαν ἀπό καταβολῆς κόσμου» (Ματθ. 25,34). Καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «Οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν ἀλλά τήν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Ἑβρ. 13,14).
Μέ αὐτή τήν προοπτική τῆς αἰωνίου ζωῆς μποροῦμε νά βροῦμε τήν ἀπάντηση γιά τά ὅσα μᾶς συμβαίνουν ἐδῶ. Ὁ Κύριος μᾶς προειδοποίησε «ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλά θαρσεῖτε ἐγώ νενίκηκα» (Ἰωάν. 16,33). Καί ὁ πολύαθλος Ἰώβ χαρακτηρίζει ὡς «πειρατήριον τόν βίον τοῦ ἀνθρώπου ἐπί τῆς γῆς» (Ἰώβ 7,1).
Ἑπομένως, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι δίκαιοι καί ἄδικοι εἶναι φυσικό νά ἀντιμετωπίζουν στήν ζωή τους θλίψεις, ἀρρώστιες καί φυσικά τόν θάνατο. «Ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν μετά δέ τοῦτο κρίσις» (Ἑβρ. 9,27). Ἡ διαφορά ὅμως μεταξύ τοῦ πιστοῦ καί τοῦ ἀπίστου εἶναι ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖον ἀντιμετωπίζει καθένας τους τόν πόνον καί τόν θάνατον. Ὁ ἀσεβής, πού δέν αἰσθάνεται τόν Θεό κοντά του, νιώθει μία ἀπελπιστική μοναξιά. Βλέπει ὅτι κανείς δέν μπορεῖ νά τόν βοηθήσει. Καθώς δέν πιστεύει ὅτι ἡ ζωή συνεχίζεται, θεωρεῖ ὅτι ὅλα τελείωσαν γι΄αὐτόν. Ἀλλά καί ἄν ἔχει κάποια ὑποψία γιά τήν ζωή, ἡ ἀνάμνηση τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς του καί οἱ τύψεις τῆς συνειδήσεώς του, τοῦ προξενοῦν τρόμο καί φόβο.
Τελείως διαφορετικά ἀντιμετωπίζει τήν θλίψην καί τόν θάνατο ὁ πιστός. Γνωρίζει ὅτι ὁ θάνατος εἶναι ὕπνος. Θά κλείσει τά μάτια του ἐδῶ καί θά τ'ἀνοίξει στή νέα καί αἰώνια ζωή, ὅπου θά ζεῖ αἰώνια μέ τούς ἀγγέλους καί ὅλους ἐκείνους οἰ ὁποῖοι εὐαρέστησαν μέ τήν ζωή τους τόν Κύριο. Ὁ πόνος δέν τόν τρομάζει· τόν ὑπομένει ὅπως καί ὁ Κύριος, πού δέχτηκε τούς ραβδισμούς καί τίς μαστιγώσεις, τό ἀκάνθινο στεφάνι καί τά καρφιά τοῦ σταυροῦ. Τούς δικούς του πόνους τούς δέχεται σάν συμμετοχή στίς πληγές τοῦ Ἰησοῦ, καθώς ὁ Ἀπόστολος γράφει: «Τά στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματί μου βαστάζω» (Γαλ. 6,17). Καί στόν πιό σκληρό πόνο δέν χάνει ὁ πιστός τήν ἐσωτερική, πνευματική χαρά. Σάν τόν Ἀπόστολο Παῦλο πού ἔλεγε: «Νῦν χαίρω ἐν τοῖς παθήμασί μου» (Κολοσ. 1,24).
Μιμεῖται ὁ πιστός τοῦς Ἁγίους Μάρτυρες, οἱ ὁποίοι πρόθυμα ὁδηγοῦνταν στό μαρτύριο μέ τόσο θάρρος, τόση ἠρεμία καί χαρά πού ξάφνιαζε τούς εἰδωλολάτρες, μέ ἀποτέλεσμα πολλοί ἀπό αὐτούς νά πιστεύουν στόν Χριστό. Ἔτσι ὁ πιστός ὁμολογεῖ μέ τόν Ἀπόστολο Παῦλο «Λογίζομαι ὅτι οὐκ ἄξια τά παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρός τήν μέλλουσα δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς» (Ρωμ. 8,18).