Η ΜΟΝΑΞΙΑ

ΕΡΩΤΗΣΗ : Ἔχω μείνει μόνη. Δέν ἔχω κανένα κοντά μου. Οὔτε ἐνδιαφέρεται κανένας γιά μένα. Ἔχω βέβαια τό σπίτι μου καί τά ἀναγκαῖα γιά τή διαβίωσή μου, ἀλλά ὑποφέρω ἀπό τήν μοναξιά. Τό πρόβλημά μου γίνεται ἀβάσταχτο στίς μεγάλες γιορτές. Βλέπω τόν κόσμο νά περνάει ἀπό τό δρόμο μου χαρούμενα, ἀλλά τήν δικιά μου πόρτα δέν τήν χτυπᾶς κανείς, γιά νά ρωτήσει πῶς εἶμαι ; Πῶς νά ἀντιμετωπίσω αὐτή τήν κατάσταση ;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Ἔχεις σκεφθεῖ πῶς ἔφθασες σ΄αὐτή τήν κατάσταση ; Μήπως μάλωνες μέ τά συγγενικά καί φιλικά σου πρόσωπα, χωρίς σπουδαία αἰτία, ἤ εἶχες παράλογες ἀπαιτήσεις ἀπό αὐτούς καί σιγά σιγά ἀπομακρύνθηκαν ἀπό κοντά σου ; Ἤ μήπως ἔδειχνες ἐγωϊστική συμπεριφορά, τούς κουτσομπόλευες καί τούς κατηγοροῦσες καί σέ ἀποφεύγουν, γιά νά μή σοῦ δίνουν ἀφορμές καί γιά νά βροῦν τήν ἡσυχία τους ; Τούς ἔδειχνες ἔμπρακτα τήν ἀγάπη σου ; Ἄν βρεῖς τήν αἰτία, γιά τήν ὁποία ἔμεινες μόνη φρόντισε νά ξαναφκιάσεις τίς σχέσεις σου μέ τούς ἄλλους μέ ταπείνωση, ἐνδιαφέρον καί ἀγάπη.

Ἄν ἡ συνείδησή σου λέγει ὅτι ἡ αἰτία δέν βρίσκεται σέ δική σου λαθεμένη συμπεριφορά, τότε νά στρέψεις τήν προσοχή σου πρός ἄλλη κατεύθυνση. Καί σ΄αὐτό μπορεῖ νά σέ βοηθήσει ἡ ἱστορία μιᾶς ἄλλης μοναχικῆς γυναίκας, πού ὑπέφερε ὅπως καί σύ. Διηγήθηκε τά ἑξῆς : «Στά πενήντα χρόνια τῆς ζωῆς μου δέν ἔνιωσα καμμία χαρά ἐκτός ἀπό λίγη, σάν παιδί, στό σπίτι τῶν γονέων μου. Ἀλλά μπροστά στόν κόσμο δέν ἔδειχνα λυπημένη. Ἀκούω ὅλοι γύρω μου παραπονοῦνται, καί οἱ ἔγγαμοι καί οἱ ἄγαμοι, καί οἱ πλούσιοι καί οἱ φτωχοί, ὅλοι. Καί σκέφτομαι, γιατί κι ἐγώ νά παραπονιέμαι στούς δυστυχισμένους γιά τή δική μου μοναξιά ; Προσευχόμουν στό Θεό νά μέ φωτίσει πῶς μπορῶ νά βγῶ ἀπ΄αὐτή τήν στενόχωρη κατάσταση. Ἀπό κάποια ἀφορμή ἄρχισα νά ἐπισκέπτωμαι ἄρρωστους, γέρους καί ὀρφανά. Τά περασμένα Χριστούγεννα ἑτοίμασα γιορταστικό τραπέζι, ὅπως ἔκανε παληά ἡ μητέρα μου μέ κρέας, ζυμαρικά, γλυκά καί ὅλα τά ἄλλα. Κάνοντας αὐτά ἀσταμάτητα προσευχόμουν : Κύριε στεῖλε μου ἐπισκέπτες, ἀλλά φτωχούς καί πεινασμένους! Σέ παρακαλῶ ἐμφανίσου μ΄αὐτόν τόν τρόπο! Περνοῦσε ἡ ὥρα καί κανένας δέν ἐμφανιζόταν. Προσευχόμουν. Ξαφνικά ἄκουσα κτυπήματα στήν πόρτα. Ἔτρεξα κι ἄνοιξα. Μπροστά μου ἕνας τυφλός καί ὁ ὁδηγός του, καί οἱ δύο σκυμμένοι, κουρελιασμένοι καί παγωμένοι : Ἔλεος, ἐλέησέ μας, λυπήσου μας κυρά, μοῦ λένε. Πεινᾶμε πολύ. Ἐγώ πέταξα ἀπό τή χαρά μου. Τούς ἔβαλα νά καθήσουν στό τραπέζι. Σᾶς εὐχαριστῶ, τούς λέω, πού ἤρθατε. Ὁ Χριστός μας πού γεννήθηκε σήμερα στή Βηθλεέμ, Αὐτός μοῦ φανερώθηκε μέσα ἀπό σᾶς. Αὐτά εἶναι τά πλέον χαρούμενα Χριστούγεννα στή ζωή μου. Τούς κράτησα ἕως τό βράδυ, νά ζεσταθοῦν καλά, τούς γέμισα τίς τσάντες καί τούς ἀποχαιρέτησα».

Προσευχήσου καί σύ μέ κάποιο τρόπο νά βρίσκεις παρόμοιες εὐκαιρίες καί ἡ ζωή σου θά γεμίσει χαρά.

 

bullets